- χαμιτοσημιτικός
- -ή, -ό, Νφρ. «χαμιτοσημιτικές γλώσσες»γλωσσ. οικογένεια συγγενών, γενετικά, γλωσσών τής βόρειας Αφρικής και τής Νοτιοανατολικής Ασίας, στην οποία ανήκουν η Αραβική, η Εβραϊκή, η Αμχαρική και η Χάουσα, αλλ. σημιτοχαμιτικές γλώσσες.[ΕΤΥΜΟΛ. < Χαμίτες + Σημίτες + κατάλ. -ικός].
Dictionary of Greek. 2013.